Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Σε ποια προϊόντα αυξάνονται οι τιμές λόγω του ΦΠΑ

Κύμα ανατιμήσεων σε μία σειρά προϊόντων και υπηρεσιών προκαλεί η μετάταξη προϊόντων από το 13% στο 23%.
Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα τα προϊόντα που θα αυξηθούν λόγω της μετάταξης από το συντελεστή ΦΠΑ 13% στο 23% είναι:
-όλα τα μεταποιημένα, συσκευασμένα και κονσερβοποιημένα τρόφιμα
-μακαρόνια, ρύζι, αλεύρι, ζάχαρη, καφές, κακάο, μαρμελάδες, σοκολάτες, παγωτά, είδη ζαχαροπλαστικής, μπαχαρικά, αλάτι, προψημένο ψωμί, προμαγειρεμένα φαγητά, ψωμί του τοστ, φρυγανιές, συσκευασμένα κουλούρια, μπισκότα, πατατάκια.
-Εισιτήρια μέσων μαζικής μεταφοράς, κόμιστρα ταξί, αεροπλάνων, πλοίων
-Υπηρεσίες επισκευής παλαιών κατοικιών,
-Εισιτήρια θεάτρου, κινηματογράφου, θεαμάτων
-Αναψυκτικά και χυμοί
-Επισκευή και συντήρηση παλαιών κατοικιών
-Υπηρεσίες από συγγραφείς, καλλιτέχνες, συνθέτες
-Ανθη-φυτά
Επίσης θα σημειωθούν ανατιμήσεις σε υπηρεσίες και προϊόντα που από ΦΠΑ 6,5% πάνε στο 13%. Αυτά είναι:
-Η διαμονή στα ξενοδοχεία
-Οι εκδόσεις εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών εντύπων

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Στην εφορία θα εκχωρούνται τα ανείσπρακτα ενοίκια

Απαραίτητη προϋπόθεση να μεταβούν στις εφορίες τους προκειμένου να συμπληρώσουν τα σχετικά έντυπα και να παραδώσουν τα δικαιολογητικά που απαιτούνται.
Με απόφαση που εξέδωσε η γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, Κατερίνα Σαββαΐδου, καθορίζεται η διαδικασία εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων ακίνητης περιουσίας στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα.
Σύμφωνα με την απόφαση, η εκχώρηση γίνεται με την υποβολή συμπληρωμένου εντύπου δήλωσης εκχώρησης από τον εκχωρητή στον αρμόδιο προϊστάμενο της ΔΟΥ, συνοδευόμενο υποχρεωτικά από υπεύθυνη δήλωση (του ν. 1599/1986), όπου ο εκχωρητής βεβαιώνει τη μη είσπραξη των οφειλόμενων μισθωμάτων, το ακριβές ποσό αυτών, την ακρίβεια των κατατεθειμένων εγγράφων και τη μη κατοχή άλλων εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων πλην των κατατεθειμένων. Με τη δήλωση εκχώρησης πρέπει επίσης να συνυποβάλλονται και όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη μη είσπραξη των εκχωρούμενων μισθωμάτων, όπως αναφέρονται στη σχετική απόφαση.
Η υποβολή όλων των ανωτέρω εντύπων θα πρέπει να γίνει υποχρεωτικά μετά το πέρας του φορολογικού έτους στο οποίο αφορά και πριν την εμπρόθεσμη υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής αυτών, η δήλωση εκχώρησης δεν γίνεται δεκτή.
Η εκχώρηση ολοκληρώνεται με τη μονομερή δήλωση του εκχωρητή, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ρητή αποδοχή της εκχώρησης από το Δημόσιο και αναγγελία της εκχώρησης των μισθωμάτων στον οφειλέτη. Το Δημόσιο υποκαθίσταται στα δικαιώματα του εκχωρητή και δεν είναι δυνατή η ανάκληση της δήλωσης εκχώρησης.
Στο μεταξύ με σκοπό τη διευκόλυνση των πολιτών, η κ. Σαββαΐδου εξέδωσε απόφαση, με την οποία ορίζεται ότι για την έκδοση διοικητικών πράξεων όπως για παράδειγμα έκδοση φορολογικής ενημερότητας, για όσους φορολογούμενους δεν είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, απαιτείται μόνο η κατάθεση υπεύθυνης δήλωσης του ν.1599/1986 στο οικείο τμήμα της ΔΟΥ, η οποία θα φέρει τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του δηλούντος. Επισημαίνεται ότι οι εκτός φορολογικής διοίκησης δημόσιες υπηρεσίες και φορείς για τη διεκπεραίωση διαδικασιών τους, για τις οποίες απαιτείται ως δικαιολογητικό η βεβαίωση περί μη υποχρέωσης υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, υποχρεούνται να δέχονται από τους πολίτες την ως άνω υπεύθυνη δήλωση. Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση εγγάμων η υπεύθυνη δήλωση υποβάλλεται στο όνομα του συζύγου.

πηγή:kathimerini.gr

Το νέο τοπίο για τις εκπιπτόμενες και τις μη εκπιπτόμενες δαπάνες

Ο νέος ΚΦΕ (Ν 4172/2013) στα άρθρα 22 και 23, αναφέρεται στις εκπιπτόμενες και μη εκπιπτόμενες  επιχειρηματικές δαπάνες, από το ακαθάριστο εισόδημα  από επιχειρηματική δραστηριότητα. Για πρώτη φορά, είναι αλήθεια, καταγράφονται γενικές αρχές έκπτωσης δαπανών, που συνδέονται με την ομαλή, έντιμη και ειλικρινή άσκηση επιχειρηματικής λειτουργίας (άρθρο 22).
Πρώτον, οι δαπάνες να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης και να είναι σύμφωνες με τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της. Ποια δαπάνη γίνεται για το συμφέρον της επιχείρησης; Προφανώς αυτή, για την οποία μπορεί να αποδειχτεί ότι ο σκοπός ήταν να πραγματοποιηθούν έσοδα. Η επιχείρηση, ως επένδυση, δημιουργείται για να προκύψουν αποδόσεις στα τοποθετημένα κεφάλαια. Συνεπώς, ισχυρή και μόνη επιδίωξη είναι η αύξηση του κύκλου εργασιών και μέσω αυτής, η επίτευξη κέρδους. Επομένως, οι όποιες δαπάνες γίνονται πρέπει να σχετίζονται με την δημιουργία εσόδων.
Δεύτερον, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται να αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή. Η πραγματική συναλλαγή, επιφέρει έσοδο για τον πρώτο αντισυμβαλλόμενο και έξοδο για τον δεύτερο. Κατ’ αυτή την έννοια επιτυγχάνεται μέσω της φορολογίας και η συγκέντρωση των δημοσίων εσόδων (δια της φορολόγησης της προστιθέμενης αξίας), που είναι απαραίτητα για την λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Αν η συναλλαγή δεν είναι πραγματική, υπάρχει, αφενός μεν απώλεια δημοσίων εσόδων, αφετέρου δε επιβάρυνση της κοινωνίας, με την έννοια ότι κάποιοι άλλοι επωμίζονται το βάρος της στήριξης του Δημόσιου προϋπολογισμού.
Τρίτον, για να είναι ελέγξιμες οι κινήσεις αυτές, θα πρέπει οι δαπάνες να στηρίζονται σε νόμιμο παραστατικό(σύμφωνα με τα κάθε φορά ισχύοντα) και να είναι καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία του ασκούντος επιχειρηματική δραστηριότητα.
Συνεπώς, τα ανωτέρω συνοψίζονται σε μία φράση: «Πραγματική συναλλαγή, προς το συμφέρον της επιχείρησης, καταγεγραμμένη στα βιβλία της».
Ωστόσο, ο νομοθέτης θεωρεί ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω, υφίστανται και καταγράφονται  δαπάνες που δεν θα πρέπει να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, έστω και αν, αρχικώς, οι δαπάνες αυτές, φαίνεται να σχετίζονται με τις δραστηριότητες της επιχειρηματικής δράσης (άρθρο 23). Σύμφωνα λοιπόν με τις σχετικές διατάξεις, οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν:
  1. Τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, εκτός από τα τραπεζικά δάνεια, διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ημερομηνία δανεισμού.  
  2. Κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής.
  3. Οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
  4. Προβλέψεις εκτός των οριζομένων στο άρθρο 26 του ΚΦΕ (πρόκειται για τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων και μόνον αυτές, όπως τα ποσά που εκπίπτουν καθορίζονται στις οικείες διατάξεις).
  5. Πρόστιμα και ποινές, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων.
  6.  Η παροχή ή λήψη αμοιβών σε χρήμα ή είδος που συνιστούν ποινικό αδίκημα.
  7. Ο φόρος εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων του τέλους επιτηδεύματος και των έκτακτων εισφορών,που επιβάλλεται για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον ΚΦΕ, καθώς και ο ΦΠΑ που αναλογεί σε μη εκπιπτόμενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως ΦΠΑ εισροών (βλ. δαπάνες ΙΧΕ).
  8. Το τεκμαρτό μίσθωμα της παραγράφου 2 του άρθρου 39 σε περίπτωση ιδιόχρησης κατά το μέτρο πουυπερβαίνει το 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου,
  9. Οι δαπάνες για την οργάνωση και διεξαγωγή ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων που αφορούν στη σίτιση και διαμονή πελατών ή εργαζομένων της κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό 300 ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης.
  10. Οι δαπάνες για τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων, σίτισης και διαμονής φιλοξενούμενων προσώπων κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των 300 ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το μισό τοις εκατό (0,5%) επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης.
  11. Οι δαπάνες ψυχαγωγίας (εκτός αν η επιχειρηματική δραστηριότητα του φορολογούμενου έχει ως κύριο αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας και οι δαπάνες αυτές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής).
  12. Προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες.
  13. Το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ΚΦΕ, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή.
Με την πρόσφατη Πολ. 1113/2015 επιχειρείται από την Φορολογική Διοίκηση η ερμηνεία των διατάξεων των παραπάνω άρθρων 22 και 23, κυρίως δε αυτών που αφορούν τις μη εκπιπτόμενες δαπάνες. Φοβούμαστε ότι η στροφή πράγματι θα είναι 360 μοιρών και θα ξαναγυρίσουμε στα ίδια, δηλαδή σε ένα «άρθρο 31 – τέρας», για το οποίο τόση προσπάθεια έγινε να καταργηθεί, ως φιλοσοφία και πρακτική. Για παράδειγμα, ο φορολογικός νομοθέτης δεν έθεσε περιορισμό στην έκπτωση των δαπανών διαφήμισης, πέραν των γενικών κανόνων του άρθρου 22. Πώς βρέθηκε τώρα η διάταξη Βασιλικού Διατάγματος που δυστυχώς ισχύει και συνδέθηκε με τον, υποτίθεται σύγχρονης αντίληψης, νέο ΚΦΕ, ώστε να απαιτείται πάλι η καταβολή δημοτικού τέλους για να δικαιολογηθεί η δαπάνη, είναι ένα θέμα. Τέτοιοι περιορισμοί δεν συνάδουν με εξέλιξη  και επαναφέρουν τις απαράδεκτες πρακτικές του παρελθόντος.  
Θα έχουμε την ευκαιρία, σε επόμενα σημειώματα, να σχολιάσουμε έναν προς έναν τους σχετικούς περιορισμούς που θέτει η Εγκύκλιος για την έκπτωση των δαπανών.
Τέλος, υπενθυμίζουμε το άρθρο 9 του ΚΦΔ (Ν 4174/2013), ότι οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι είναι δεσμευτικές για την Φορολογική Διοίκηση, αλλά δεν είναι δεσμευτικές για τους φορολογούμενους. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος ακολούθησε τις εγκυκλίους, σε σχέση με τις φορολογικές του υποχρεώσεις, δεν του επιβάλλεται πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης (παρ. 5).

Παράταση των προθεσμιών της υποβολής των οικονομικών καταστάσεων στο ΓΕΜΗ

Σχετικά με το αίτημα του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας για την παράταση των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 25 του κ.ν. 2190/1920, στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 του Ν. 3190/1955 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 69 του Ν. 4072/2012 για την υποβολή των οικονομικών καταστάσεων στο ΓΕΜΗ και της σύγκλησης των Γενικών Συνελεύσεων, μετά από επικοινωνία του Προέδρου του ΟΕΕ με τον Γενικό Γραμματέα Εμπορίου, ενημερώνουμε τα μέλη μας και τους λογιστές φοροτεχνικούς ότι δόθηκε η διαβεβαίωση ότι το θέμα θα ρυθμισθεί με την κατάθεση σχετικής τροπολογίας που θα δίνει παράταση στις καταληκτικές ημερομηνίες.

Πως αμείβονται και ασφαλίζονται οι σερβιτόροι

Μετά την κατάργηση των συμβάσεων, που καθόριζαν την αμοιβή των σερβιτόρων, όπως και άλλων ειδικοτήτων, η αμοιβή τους –στο βαθμό των σταθερών αποδοχών- καθορίζεται από τον Ν. 4093/2012 και την ΕΓΣΣΕ. Έτσι, η αμοιβή των σερβιτόρων, όπως και των περισσότερων εργαζομένων, αποτελεί προϊόν ατομικών συμβάσεων εργασίας.
Όσον αφορά, όμως την ασφάλιση, οι σερβιτόροι, σύμφωνα με τον κανονισμό ασφάλισης του ΙΚΑ περιλαμβάνονται στους εργαζόμενους οι οποίοι αμείβονται με κυμαινόμενες αποδοχές. Κι αυτό επειδή δέχονται φιλοδωρήματα, τα οποία δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια.
Για αυτό το λόγο, το ΙΚΑ κατατάσσει τους παραπάνω μισθωτούς σε ασφαλιστικές κλάσεις. Έτσι, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του τεκμαρτού ημερομισθίου, που αντιστοιχεί στην ασφαλιστική κλάση.
Παλαιότερα πολλοί εργοδότες –όταν και οι συμβάσεις προέβλεπαν υψηλότερους μισθούς- ακολουθούσαν το τεκμαρτό ημερομίσθιο και ως τρόπο αμοιβής.
Σύμφωνα με την τελευταία Εγκύκλιο του ΙΚΑ 10/2013, το τεκμαρτό ημερομίσθιο των σερβιτόρων εστιατορίων και συναφών καταστημάτων άνευ μουσικών οργάνων είναι 40,45 € και αντιστοιχεί στην 12η ασφαλιστική κλάση, ενώ για τα αντίστοιχα καταστήματα με μουσικά όργανα είναι 44,06 €.
Η κατάταξη ισχύει τόσο για τον υπολογισμό των μηνιαίων ασφαλιστικάων εισφορών, όσο και για τον αυτοτελή υπολογισμό των εισφορών για τα δώρα εορτών (Χριστουγέννων - Πάσχα) και το επίδομα αδείας.
Η κατάταξη είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης και σ' αυτήν περιλαμβάνονται οι χορηγούμενες παροχές σε είδος (τροφή, κατοικία, κ.λπ.), τα επιδόματα προϋπηρεσίας, γάμου, οι υπερωρίες κ.λπ.
Εάν οι κατώτατοι μισθοί ή τα κατώτατα ημερομίσθια, τα οποία προβλέπονται από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των γενικών επιδομάτων που χορηγούνται σε όλους ανεξαιρέτως τους μισθωτούς, οι οποίοι υπάγονται στην εκάστοτε ισχύουσα οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αναπροσαρμοστούν κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, τότε χωρεί αυτόματη κατάταξη στις ασφαλιστικές κλάσεις οι οποίοι εμπίπτουν οι νόμιμοι αυτοί μισθοί ή τα ημερομίσθια (ΥΑ Φ.11321/15456/1077/24-7-2012)
Ο παραπάνω τρόπος ασφάλισης δεν ισχύει:
Για τους αμειβόμενους αποκλειστικά και μόνο με σταθερές αποδοχές, οι οποίες όμως δεν πρέπει να είναι κατώτερες των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Για τους αμειβόμενους με σταθερές αποδοχές και ποσοστά, φιλοδωρήματα κ.λπ., όταν οι σταθερές αποδοχές τους υπερβαίνουν τις τεκμαρτές, της κλάσης κατάταξης τους. Σ' αυτήν την περίπτωση, ασφαλίζονται επί των σταθερών αποδοχών τους (άρθρο 18 παράγραφος 6 του Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ - ΕΤΑΜ).
Με βάση τα παραπάνω, η ασφάλιση των σερβιτόρων υποχρεωτικά αντιστοιχεί στον πίνακα κατάταξης με βάση τις κυμαινόμενες αποδοχές, ανεξάρτητα από τις ώρες εργασίας των εργαζομένων αυτών. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το ημερήσιο ωράριο, η ασφάλιση αφορά πλήρες ωράριο.
Επίσης, να υπενθυμίσουμε και την Εγκύκλιο ΙΚΑ 27/2012, που αφορά την ασφάλιση των σερβιτόρων στα βαρέα. Σύμφωνα με αυτήν καλύπτονται μόνον οι σερβιτόροι που παρέχουν νυχτερινή εργασία (10.00 μ.μ.-6.00 π.μ.) τουλάχιστον για 3 ώρες και εφόσον αυτή παρέχεται τουλάχιστον για τις μισές εργάσιμες ημέρες κάθε μισθολογικής περιόδου.
Εξαιρούνται και παραμένουν στα βαρέα ανεξάρτητα από το ωράριο απασχόλησης όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις του Ν. 4075/2012-άρθρο 31, δηλαδή έχουν πραγματοποιήσει στα βαρέα μέχρι 31/12/2012 συνολικά 3.600 ημέρες εργασίας (παλαιοί ασφαλισμένοι) ή 3.375 ημέρες εργασίας (νέοι ασφαλισμένοι).
Όσον αφορά τις ημέρες εργασίας (πενθήμερο ή εξαήμερο) εφόσον δεν ισχύει πλέον η σύμβαση επισιτιστικών, σε νέα πρόσληψη στην ατομική σύμβαση, που θα υπογραφεί θα αναγράφονται και οι ημέρες εργασίας, που θα συμφωνηθούν. Μόνος περιορισμός είναι οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας να μην υπερβαίνουν τις σαράντα. Σε παλιούς εργαζόμενους, βέβαια, που εργάζονται με πενθήμερο και το οποίο προέβλεπε η σύμβαση των επισιτιστικών καταστημάτων, για να ισχύσει το εξαήμερο, θα πρέπει να υπογραφεί νέα ατομική σύμβαση εργασίας. Η αλλαγή, λοιπόν, προϋποθέτει τη συναίνεση του εργαζόμενου.
Να μην ξεχνάμε, ότι σε περίπτωση απόλυσης η αποζημίωση υπολογίζεται με την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη, εκτός αν ο απολυόμενος έχει πτυχίο τουριστικής σχολής
Τέλος, οι σερβιτόροι, όπως όλοι οι εργαζόμενοι στα επισιτιστικά καταστήματα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας, διαφορετικά η σύμβαση κρίνεται άκυρη.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Βεβαιώθηκε το τέλος επιτηδεύματος του 2013 για επιχειρήσεις και επαγγελματίες


 Ολοκληρώθηκε η διαδικασία ανάρτησης και χρέωσης του τέλους επιτηδεύματος νομικών προσώπων για την χρήση 2012, δηλαδή για το οικονομικό έτος 2013.
Tο τέλος επιτηδεύματος βεβαιώνεται στα νομικά πρόσωπα που υπέβαλαν δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το οικονομικό έτος 2013 και καταβάλλεται σε οκτώ μηνιαίες δόσεις.
Από τις δόσεις αυτές η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση και η καθεμία από τις επόμενες δόσεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε επόμενου μήνα, αντίστοιχα. Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του τέλους εντός της προθεσμίας καταβολής της πρώτης δόσης παρέχεται έκπτωση ενάμιση τοις εκατό (1,5%).
Το τέλος επιτηδεύματος ανέρχεται:
Σε 600 ευρώ για κάθε υποκατάστημα.
Σε 650 ευρώ, για τις ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Σε 800 ευρώ, για εταιρείες και λοιπά νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους ή σε πόλεις με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους.
Σε 1.000 ευρώ, για εταιρείες και λοιπά νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους.

Ο εργοδότης μπορεί να αλλάζει το ωράριο του εργαζομένου μονομερώς;

Ο εργαζόμενος, ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις του προς τον εργοδότη, θα πρέπει να παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένη χρονική διάρκεια, που καθορίζεται σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση.
Πρόκειται για το γνωστό «ωράριο εργασίας».
Σύμφωνα με το Π.Δ. 156/1994-ΦΕΚ 102/Α/5-7-1994, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση κατά την πρόσληψη να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με το άρθρο 2-Υποχρέωση ενημέρωσης, ο εργοδότης με έγγραφο πρέπει να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη σύμβαση εργασίας, τα οποία είναι:
Ουσιαστικά στη γνωστοποίηση των όρων της σύμβασης θα πρέπει κατ' ελάχιστο να περιλαμβάνονται:
• Τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλόμενων.
• O τόπος παροχής της εργασίας η έδρα της επιχείρησης ή η διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη.
• H θέση ή η ειδικότητά του εργαζόμενου, αλλά και το αντικείμενο εργασίας του.
• H ημερομηνία έναρξης της σύμβασης και η διάρκειά της, αν πρόκειται για σύμβαση ορισμένου χρόνου
• H διάρκεια της άδειας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και ο τρόπος και ο χρόνος χορήγησής της.
• Το ύψος της αποζημίωσης που οφείλεται και οι προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με καταγγελία.
• Οι αποδοχές του εργαζόμενου και κάθε πότε θα καταβάλλονται.
• Η διάρκεια της κανονικής ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζόμενου.
• Η συλλογική σύμβαση, που εφαρμόζεται και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.
Δεν είναι υποχρεωτικό, λοιπόν, να αναγράφεται στη γνωστοποίηση των όρων σύμβασης με λεπτομέρεια το ωράριο του εργαζόμενου. Μπορεί π.χ. να αναγράφεται η διάρκεια της παρεχόμενης εργασίας σε ημερήσια βάση π.χ. επί οκτάωρο ή σε εβδομαδιαία βάση π.χ. για 40 ώρες, τηρουμένης της εργατικής νομοθεσίας και της συμφωνίας, αν πρόκειται για πλήρη ή μερική απασχόληση.
Έτσι, αν στη σύμβαση εργασίας δεν αναφέρεται επακριβώς το ωράριο απασχόλησης, ο εργοδότης μπορεί να το τροποποιήσει μονομερώς, κάνοντας την απαραίτητη γνωστοποίηση στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ».
Ανεξάρτητα από την αναγραφή με ακρίβεια του ωραρίου εργασίας στη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης ,βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος (άρθρο 652 Α.Κ.), μπορεί να ρυθμίζει μονομερώς, τον τόπο, τον χρόνο, και το είδος της παρεχόμενης εργασίας. Όταν πρόκειται για κάποια μεταβολή, μπορεί να την κάνει, αρκεί αυτή να μην συνεπάγεται βλαπτική μεταβολή στον μισθωτό.
Άλλωστε, στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη ανάγεται και ο καθορισμός του προγράμματος εργασίας των εργαζομένων, όπως η έναρξη και η λήξη της εργασίας της επιχείρησης και ο προγραμματισμός σε βάρδιες, ο καθορισμός του ωραρίου σε συνεχές ή διακεκομμένο, με τον περιορισμό πάντα να γίνεται μέσα στα νόμιμα πλαίσια του ωραρίου εργασίας.
Συγκεκριμένα ο εργοδότης έχει δικαίωμα μονομερώς να προχωρήσει σε αλλαγή του ωραρίου εργασίας εκτός αν προσκρούει σε διάταξη νόμου, σε όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας ή αν η σύμβαση δεν αναφέρει μεν συγκεκριμένο ωράριο, αλλά αναφέρει ότι ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να μεταβάλει το σύνηθες ωράριο του εργαζομένου( Απόφαση Α.Π. 898/1977). Για να μεταβάλει, όμως, ο εργοδότης το ωράριο μονομερώς θα πρέπει αυτό να γίνει καλόπιστα και για την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχείρησης(Απόφαση Α.Π. 266/1990).
Το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, γιατί ακόμα κι αν το ωράριο δεν καθορίζεται από τη σύμβαση ή ακόμα και τον Κανονισμό Εργασίας της επιχείρησης– άρα δεν περιορίζεται- ελέγχεται από τα δικαστήρια και θα πρέπει να ασκείται στα πλαίσια της καλής πίστης και να μην κρίνεται ως καταχρηστικό.
Ο εργοδότης, λοιπόν, όταν αποφασίζει να κάνει χρήση του διευθυντικού δικαιώματος και να τροποποιήσει το ωράριο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις οικογενειακές και ατομικές ανάγκες των εργαζομένων, ακόμα και οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή επί του μισθού, που μπορεί να προκληθεί από την τροποποίηση. Τα όρια, που καθορίζουν την υπέρβαση και κατάρχηση του δικαιώματος αυτού είναι λεπτά και όπως αναφέρθηκε τα δικαστήρια αποφασίζουν αν πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού, οπότε αυτός δικαιούται, να μην την αποδεχθεί.
Στην νομολογία καταγράφονται αποφάσεις δικαστηρίων όπου η αλλαγή ωραρίου του εργαζόμενου δε συνιστά βλαπτική μεταβολή. Παραθέτουμε την Απόφαση 1212/2006 του Αρείου Πάγου, που αφορούσε την αλλαγή του ωραρίου και συγκεκριμένα της βάρδιας και οφειλόταν σε περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης.
.... «Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349 - 351 Α.Κ., και του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της.
Έχει, δηλονότι, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά κριτήρια.
Δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., δηλ. κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.
Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής.
Μόνο το γεγονός της παροχής επί σειρά ετών της εργασίας σε ορισμένο ωράριο ή βάρδια, δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, και ότι δημιουργήθηκε σιωπηρά συμβατικός όρος για την απασχόληση του εργαζομένου μόνο στο ωράριο αυτό ή στη συγκεκριμένη βάρδια, ώστε η αλλαγή του ωραρίου ή της βάρδιας, που γίνεται από τον εργοδότη στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος, να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή. Για να συμβεί τούτο απαιτείται να συντρέχουν και άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς η βούληση του εργοδότη να διατηρήσει αμετάβλητο αυτό το ωράριο εργασίας ή αυτή την βάρδια του μισθωτού.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 648, 652, 656, 281 και 349 - 351 Α.Κ., και του Ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955.
Αφού δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς η βούληση του εργοδότη να διατηρήσει αμετάβλητη την τοποθέτηση του εργαζόμενου στην τελευταία βάρδια, οπότε θα ήταν υποχρεωμένη να διατηρήσει και αυτή (βάρδια), ματαιώνοντας την αναδιάρθρωση της επιχειρήσεώς του, ακόμη και αν αυτή επιβαλλόταν από την ανάγκη προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, για λόγους καθαρά οικονομικοτεχνικούς.
Αγάπη Καβάλου
Αρχισυντάκτης Oenet.gr